Σκουπίδια υπήρχαν πάντα, σε όλες τις εποχές, τουλάχιστον από τότε που υπάρχει ο ανθρώπινος
πολιτισμός. Αναγκαστικά, όταν παράγεις πρέπει και να απορρίπτεις. Σκουπίδια υπολείμματα τροφών,
σκουπίδια βιομηχανικά, σκουπίδια τεχνολογικά, σκουπίδια τοξικά, σκουπίδια πολιτικά και πολιτιστικά,
άλλα ανακυκλώσιμα κι άλλα για τη χωματερή.


Πολλές φορές θεωρούμε πως το σκουπιδαριό είναι ίδιον της δικής μας εποχής αλλά πρόκειται
για τεράστιο σφάλμα. Ο άνθρωπος έχει την τάση να ωραιοποιεί το παρελθόν. Αυτό το φαινόμενο
ονομάζεται «αισιοδοξία της ανάμνησης» και είναι συνηθισμένο χαρακτηριστικό της μνήμης που
λειτουργεί, θα έλεγα, στα πλαίσια της αυτοσυντήρησης. Βέβαια υπάρχουν και γενιές ολόκληρες που δεν
κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν ένα οικονομικό κραχ, έναν πόλεμο ή μια κατοχή, αλλά αυτό είναι η
εξαίρεση στον κανόνα. Συνήθως οι μεγαλύτεροι μιλούν για τα παλιά με θαυμασμό και νοσταλγία, σαν να
ήταν όλα ιδανικά στις περασμένες εποχές.
Μιλάμε για παράδειγμα για τον παλιό, καλό, ελληνικό κινηματογράφο, με αγάπη και θαυμασμό
ενώ είναι ζήτημα αν βρούμε καμιά τριανταριά καλές ταινίες σε σύνολο χιλίων και βάλε, ξεχνώντας ένα
σωρό έργα που είναι αδύνατον να τα παρακολουθήσεις. Κινηματογραφικές παραγωγές κάκιστης
ποιότητας όπου η ανύπαρκτη σκηνοθεσία συναγωνίζεται τα πλέον γελοία σενάρια και τη χαμηλότατη
υποκριτική τέχνη.
Μιλάμε για το παλιό, καλό, λαϊκό τραγούδι, με στόμφο -«δεν γράφονται, πια, τέτοια
τραγούδια»- αγιοποιώντας το και λησμονώντας κομμάτια θλιβερά, με στίχους τόσο μελό που καταντούν
κωμικοί, με τον ήχο της φαρφίσας και του ηλεκτρικού μπουζουκιού να σου τρυπά το μηνίγγι, με
μουσικές φόρμες κλεμμένες, και μελωδίες ινδοπρεπείς που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την
αρχέγονη κοιτίδα του ρεμπέτικου. Ας μη γελιόμαστε όμως, σκουπίδια γέννησε και το ρεμπέτικο και το
δημοτικό, και η λεγόμενη μοντέρνα ή ελαφρά μουσική, η ποπ, η ροκ, η λόγια μουσική, και κάθε μουσικό
είδος, μηδενός εξαιρουμένου.


Πάντοτε υπήρχαν πολιτιστικά σκουπίδια όπως, φυσικά, υπήρχαν και τα διαμάντια. Έργα τέχνης
αξεπέραστα που συνδέθηκαν με την εποχή τους, συνέχισαν να συγκινούν και τις επόμενες γενιές και
έγιναν διαχρονικά. Έφτασαν ως τις μέρες μας, χαρακτηρίστηκαν κλασικά. Ξεχώρισαν δηλαδή από το
σωρό των σκουπιδιών και έλαμψαν.
Η επίσημη εξουσία, παρόλο που δεν ήταν ποτέ φιλική απέναντι στα ρηξικέλευθα έργα τέχνης
που κινητοποιούν την κριτική ευαισθησία του κοινού και προτιμάει τα πολιτιστικά σκουπίδια του καιρού
της, όταν αντιλαμβάνεται την διαχρονικότητα και την λαϊκή απήχηση ενός καλλιτεχνικού έργου,
αναγκάζεται να το αγκαλιάσει και να το αφομοιώσει. «Ο ασφαλέστερος τρόπος να εξουδετερώσεις το
ωραίο είναι να το σφιχταγκαλιάσεις, μέχρι να το σκάσεις», λέει ο Ηλίας Βολιότης Καπετανάκης. Έτσι, δεν
είναι λίγες οι περιπτώσεις, που, αρκετά χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, αναγνωρίστηκαν σπουδαία
ποιητικά ή λογοτεχνικά έργα και μουσικές οι οποίες, στον καιρό τους, είχαν κυνηγηθεί λυσσαλέα από το
επίσημο κράτος, πχ τζαζ, μπλουζ, ρεμπέτικο, πολιτικό τραγούδι κλπ.
Στις μέρες μας τα πολιτιστικά σκουπίδια έχουν επικρατήσει και, με αρωγό την τηλεόραση και τα
εμπορικά ραδιόφωνα, αποτελούν κυρίαρχη φωνή στον χώρο του ακροάματος και του θεάματος. Η
σύγχρονη μουσική παραγωγή έχει σχεδόν σταματήσει, στη χώρα μας, τουλάχιστον σε οργανωμένο
επίπεδο. Ουσιαστικά, δισκογραφία δεν υφίσταται.
Στον χώρο του κινηματογράφου τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα αφού τα ποσά για μια
ευπρεπή παραγωγή είναι κατά πολύ μεγαλύτερα, και χρηματοδότηση σημαίνει κρατική επιχορήγηση.
Κρατική επιχορήγηση για καλλιτεχνικό έργο: το πιο σύντομο ανέκδοτο για χώρες σαν την Ελλάδα.
Εξαιρούνται κάποιοι κρατικοδίαιτοι καλλιτέχνες οι οποίοι επιχορηγούνται αδρά, με εναλλακτικούς
τρόπους και μάλιστα ισόβια. Η παραγωγή ταινιών σήμερα αποτελεί άθλο που προϋποθέτει χορηγούς. Για
τους περισσότερους χρηματοδότες αποτελεί ισχυρό κίνητρο η ύπαρξη ενός εύπεπτου σεναρίου -που να
μην παίρνει θέση, να μην προκαλεί και να μην ενοχλεί τα χρηστά ήθη, με θεματολογία ρηχά ερωτική και
οριακά πορνογραφική-, και η συμμετοχή τηλεοπτικών φιρμών στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Οι καλλιτέχνες πορεύονται, πλέον, μόνοι τους, χωρίς χορηγούς, χωρίς παραγωγούς με
αποτέλεσμα η τέχνη και το τραγούδι ειδικότερα να είναι, στις μέρες μας, πιο ταξικό ή πιο ερασιτεχνικό

από ποτέ. Τα μόνα τραγούδια που ακούγονται σήμερα, στα εμπορικά ραδιόφωνα και στις ψυχαγωγικές(;)
μουσικές εκπομπές, της ελληνικής τηλεόρασης είναι είτε διασκευές παλιότερων επιτυχημένων
τραγουδιών, είτε ηχογραφήσεις εικοσαετίας και βάλε. Αν, κατ’ εξαίρεση, ακούσεις ένα καινούργιο
τραγούδι σε εμπορικό ραδιόφωνο σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης «τα έσκασε γερά» κι αυτό, πάλι, με την
προϋπόθεση το κομμάτι να είναι αρεστό στον καλλιτεχνικό διευθυντή του σταθμού. Δεν αρκεί, δηλαδή,
να «τα σκάσει» κάποιος, πρέπει κιόλας να πειθαρχεί σε συγκεκριμένη φόρμα και θεματολογία.
Τα τραγούδια που βρίσκονται αναρτημένα στις διαδικτυακές πλατφόρμες, από φτωχούς
δημιουργούς που δεν έχουν τη δυνατότητα να τα διαφημίσουν μοιάζουν με τις κοπέλες που ποζάρουν
ημίγυμνες στις βιτρίνες του Άμστερνταμ αναζητώντας, απεγνωσμένα, πελάτη. Είναι ζήτημα όμως αν ο
περαστικός τούς ρίξει δεύτερη ματιά, πριν χαζέψει τα κάλλη της επόμενης και της μεθεπόμενης… Ο
υπερκινητικός δείκτης που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον αντίχειρα του σύγχρονου καταναλωτή δεν
χαρίζει κάστανα, θα χτυπήσει πάνω στο επόμενο τραγούδι σε λιγότερο από 20”. Διάγουμε την εποχή του
«next track». Για ολοκληρωμένα άλμπουμ τραγουδιών, φυσικά, δεν γίνεται λόγος. Η παραγωγή και η
κυκλοφορία τους είναι καθαρή γενοκτονία τραγουδιών και αυτοκτονία του δημιουργού τους.
Μιλάμε, λοιπόν, για μια εποχή χωρίς τραγούδια; Για δεκαετίες χωρίς τραγούδια ντόπιας
παραγωγής; Υπάρχουν σήμερα ελληνικά τραγούδια που όταν θα τα σκέφτεσαι μετά από χρόνια θα σου
φέρνουν στο νου τη δεκαετία του 2010; Ξεχάστε τις διασκευές παλιών επιτυχιών με σύγχρονα beat και
νέα εναρμόνιση και σκεφτείτε: Υπάρχουν; Κι αν υπάρχουν συνδέονται με την εποχή; Γιατί τα τραγούδια
δεν πρέπει μόνο να υπάρχουν, πρέπει και να μοιράζονται, πρέπει να ακούγονται, πρέπει να
τραγουδιούνται. Τι αξία έχει να βγάζει ο καθένας το τραγούδι του και να το ακούνε οι φίλοι του έστω κι
αν μιλάμε για μια σαρωτική πλειοψηφία διαδικτυακών ακόλουθων; Σκοπός του τραγουδιού είναι να
ενώσει. Να ξεπεράσει τα στενά πλαίσια στους κύκλους των δημιουργών, να δημιουργήσει παρέες, να
γίνει αποδεκτό από ακροατές με διαφορετικά αισθητικά κριτήρια και, ίσως κάποιες φορές, διαφορετική
ιδεολογική αφετηρία.
Ίσως να αποτελεί εξαίρεση η ραπ μουσική και τα παρακλάδια της. Αυτή η διεθνής φόρμα, που
αφορά κυρίως νέους και που είναι σχετικά εύκολο, και όχι τόσο δαπανηρό, να την παράξεις αφού δεν
χρειάζονται επαγγελματίες μουσικοί, ενορχηστρωτές, μεγάλα στούντιο, παραγωγοί κλπ. Μιλάμε για τη
μουσική που ξεκίνησε, όπως πολλά ρεύματα, από τους φτωχοδιάβολους και τους καταπιεσμένους των
αμερικανικών μεγαλουπόλεων και βρήκε πρόσφορο έδαφος σε όλο τον κόσμο, τουλάχιστον τον δυτικό.
Η αφομοίωση όμως και το «σφιχταγκάλιασμα» είναι εδώ. Τα εμπορικά παρακλάδια ενός είδους, που
αφομοιώνεται από την αγορά για να την εξυπηρετήσει ενώ γεννήθηκε για να της εναντιωθεί, κάποια
στιγμή μεγαλώνουν τόσο που πνίγουν την ρίζα τους και κυριαρχούν. Καθώς όμως έχουν αποκοπεί από
την ζωτική της δύναμη κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, μαραίνονται κι εξαφανίζονται. Αυτό συνέβαινε
πάντα.


Είναι όμως μόνο θέμα ευκολίας και οικονομίας η παραγωγή και η κατανάλωση της ραπ
μουσικής; Ένας προσεκτικός παρατηρητής εύκολα θα δει πως και στο θέμα της λαϊκής(!) μουσικής η
παγκοσμιοποίηση είναι εδώ. Κι όταν λέμε «παγκοσμιοποίηση» μιλάμε για την οικονομική
αλληλεξάρτηση των χωρών μέσα από συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών, μέσα από την ελεύθερη ροή
κεφαλαίου και τη γρήγορη και καθολική επικράτηση της τεχνολογίας. Μιλάμε δηλαδή για βιομηχανική,
χρηματοπιστωτική, πολιτική και, άρα, πολιτισμική παγκοσμιοποίηση. Ή αλλιώς για την δημιουργία μια
παγκόσμιας κουλτούρας. Για την διαδικασία ομογενοποίησης των διαφορετικοτήτων των πολιτισμών.
Ο νέος θέλει πάντα να διαφέρει και αντιδρά στο προηγούμενο ρεύμα. Δεν γουστάρει τα
ακούσματα του πατέρα του και του παππού του παρά μόνο αν κάποια στιγμή ξαναγίνουν μόδα. Θέλει το
δικό του τραγούδι, τη δική του γλώσσα. Όμως η παγκοσμιοποίηση, ακόμα και στο θέμα της νεανικής
αντίδρασης, είναι εδώ. Θα είναι άραγε το λαϊκό τραγούδι της εποχής του, για τον αυριανό σαραντάρη, η
τραπ, η μαμπλ και η γκάνγκστα ραπ με ελληνικό στίχο;
Ο «νέος μεσαίωνας», όπως ονομάζουν πολλοί τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, χτίζεται
σχολαστικά από τους ισχυρούς του κόσμου αυτού. Ο «νέος μεσαίωνας» θέλει και πριμοδοτεί την
παγκοσμιοποίηση και την γρήγορη κατανάλωση. Μια σύγχρονη κοινωνία που «οφείλει» να είναι
καταναλωτική. Για τον καπιταλισμό ο καταναλωτής δεν είναι άτομο αλλά ομάδα. Ο βομβαρδισμός του
ατόμου από τις διαφημιστικές τεχνικές, που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, έχει σαν αποτέλεσμα τον
έλεγχο της καταναλωτικής του συμπεριφοράς και την καταστροφή της «ψυχολογίας του ατόμου». Για
τον Γάλλο φιλόσοφο Μπερνάρ Στινγκλέ, ο «εθιστικός κύκλος της κατανάλωσης», οδηγεί σε εξάντληση
του πόθου, άρα και της διαφορετικότητας θα συμπλήρωνα. Γρήγορη κατανάλωση, λοιπόν, και παγκόσμια

φόρμα στα πάντα. Στα ρούχα, στο φαγητό, στο αλκοόλ, στα τεχνολογικά προϊόντα, στις πληροφορίες,
στο καλλιτεχνικό έργο.
Στον εμπορικό κινηματογράφο προτιμούνται ταινίες που σου κρατάνε συντροφιά για δυο ώρες
και συνοδεύονται με νάτσος και ποπ κορν. Ταινίες που μετά το τέλος τους δεν θυμάσαι τίποτα. Στον
χώρο του σύγχρονου ποπ τραγουδιού ισχύει ακριβώς το ίδιο. Αυτά όμως ισχύουν στην διεθνή,
αμερικανική αγορά όπου ακόμα το τραγούδι και το σινεμά αποτελεί ακόμα μπίζνα. Οι παραγωγοί και οι
καλλιτέχνες της παγκοσμιοποιημένης τέχνης επιβραβεύονται με πακτωλό χρημάτων και αναγνωρίζονται
σε όλον τον πλανήτη για τα λαμπερά και θνησιγενή σκουπίδια που παράγουν.
Τα σκουπίδια όμως βρωμάνε γρήγορα και ο άνθρωπος έχει άμεση κι επιτακτική ανάγκη να τα
ξεφορτωθεί. Αυτό το ξέρουν καλά και οι έμποροι και οι χορηγοί και οι κρατούντες και το
συνυπολογίζουν. Είναι, όμως, άλλο να ρίχνεις στον κάδο του παρελθόντος τα απορρίμματα, θάβοντάς τα
στη λησμονιά, και άλλο να ταΐζεις μ’ αυτά πεινασμένους κι εξαθλιωμένους λαούς με στόχο να τα
καταναλώσουν. Τα απορριμματοφόρα της τέχνης έχουν κλατάρει.
Φαίνεται όμως ότι η εξουσία αρέσκεται στη μυρωδιά των σκουπιδιών. Το υπουργείο Πολιτισμού
δείχνει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για το ένδοξο παρελθόν. Δεν λέω, καλή και άγια η
πολιτιστική κληρονομιά, ο Παρθενώνας και το Θησείο και οι βυζαντινές εκκλησίες, αλλά υπάρχει και ο
σύγχρονος πολιτισμός για τον οποίο το κράτος συστηματικά κωφεύει. Ο υπουργός του χαρίζει
υποτιμητικές γκριμάτσες στο άκουσμα του ονόματος ζωντανών θρύλων όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, όταν
οι απόψεις δεν συμπίπτουν. Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε: «Την ανυπαρξία πολιτισμού, άλλωστε,
αποδεικνύει και η ύπαρξη υπουργείου Πολιτισμού. Παλαιότερα δεν υπήρχε υπουργείο Πολιτισμού. Υπήρχε
υπουργείο Παιδείας. Από την ώρα που τα απολυταρχικά καθεστώτα ανακάλυψαν τη σημασία του πώς να
καθοδηγούν και πως να επιβάλλουν πολιτισμό, έφτιαξαν και ομώνυμο υπουργείο. Με πρώτο διδάξαντα τον
Γκαίμπελς».
Στην χώρα του στρατηγού Δεκαβάλα*, οι ήρωες, όπως και οι καλλιτέχνες, γίνονται δρόμοι,
προτομές και πλατείες, μετά τον θάνατό τους, ενώ ζούνε με χίλιες στερήσεις και πεθαίνουν, ως επί το
πλείστον, στην ψάθα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που έγινε δρόμος και πλατεία, έλαβε πάμπτωχος
την παραμονή του θανάτου του τον «Σταυρό του Σωτήρος» που του απένειμε το επίσημο κράτος.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που επίσης έγινε δρόμος και πλατεία, στα γεράματά του γύριζε
άρρωστος στις ταβέρνες, μαζί με το γιο του, και «έβγαζε πιατάκι» για να ζήσει.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, δρόμος και πλατεία και αυτός, γράφει στην αυτοβιογραφία του:
«Σαράντα ολόκληρα χρόνια μου ’φαγε η νύχτα τα σπλάχνα, μ’ έφαγε ολόκληρο. Και τι απόλαυσα νομίζεις;
Δουλεύω ακόμα για να ζήσω».
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, η Σωτηρία
Μπέλλου και ένας μακρύς κατάλογος καλλιτεχνών, που τιμήθηκαν από το επίσημο κράτος με προτομές
και ονοματοδοσία δρόμων και πλατειών, πέθαναν στην ψάθα. Μήπως θα προτιμούσαν μια καλύτερη ζωή
από την υποκριτική τιμή και τις παράτες της πολιτείας;

*Ο στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας είναι κινηματογραφικός ήρωας του Αλέκου Σακελλάριου από το έργο
“’Ενας ήρως με παντούφλες”.